-
1 νυκτικόραξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νυκτικόραξ
-
2 θανατη-φόρος
θανατη-φόρος, todtbringend, tödtlich; αἶσα Aesch. Ch. 363; γένεϑλα Soph. O. R. 181; περίοδος Plat. Rep. X, 617 d; πᾶσαι μεταβολαὶ πολιτειῶν ϑανατηφόροι Xen. Hell. 2, 3, 17; ὀδύναι Arist. part. an. 3, 9; Sp., νυκτικόραξ ᾄδει ϑανατηφόρον, ein Todtenlied, Nicarch. (XI,186).
-
3 θανατηφόρος
θανατη-φόρος, todbringend, tödlich; νυκτικόραξ ᾄδει ϑανατηφόρον, ein Totenlied
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий